- μονόχνοτος
- μονόχνωτος, η , ο 1. нелюдимый, необщительный;2. (ο ) мизантроп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόχνοτος — η, ο αυτός που αποφεύγει τους άλλους, ακοινώνητος, μισάνθρωπος: Είναι μονόχνοτος και δεν καλεί κανέναν στο σπίτι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόχνοτος — η, ο αυτός που δεν τού αρέσει να συναναστρέφεται άλλους, αυτός που θέλει να ζει μόνος, ακοινώνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χνότο,] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
αρκούδα — η 1. το αρπακτικό θηλαστικό ζώο άρκτος. 2. γυναίκα μεγαλόσωμη και άχαρη: Πού τη βρήκες αυτή την αρκούδα. 3. άνθρωπος δασύτριχος ή ακοινώνητος, μονόχνοτος: Κοίταξε τι αρκούδα είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασιοπληξία — η 1. φαντασιοκοπία (βλ. λ.). 2. ιδιοτροπία, παραξενιά: Μονόχνοτος άνθρωπος γεμάτος φαντασιοπληξίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)